- βαστάζος
- οο χαμάλης, ο αχθοφόρος: Φωνάξαμε βαστάζο για να κουβαλήσει τις βαλίτσες στο πλοίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαστάζος — ο 1. ο αχθοφόρος 2. χυδαίος, πρόστυχος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) βαστάζων τού ρ. βαστάζω (πρβλ. άρχος < άρχων, γέρος < γέρων, διάκος < διάκων, δράκος < δράκων, χάρος < χάρων κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βάγια — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρόμερου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι κοντά στη Βόνιτσα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας. * * * η (Α βαΐα, Μ βάια και βάγια) 1. τροφός,… … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
βασταγάρης — ο (Μ βασταγάριος) [βασταγή] 1. βαστάζος, αχθοφόρος 2. αξιωματούχος της Εκκλησίας που κρατάει την εικόνα εορταζόμενου αγίου κατά τη λιτανεία … Dictionary of Greek
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
διάκος — ο ο διάκονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < διάκων < διάκονος (πρβλ. βαστάζος < βαστάζων, γέρος < γέρων, Χάρος < Χάρων)] … Dictionary of Greek
κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… … Dictionary of Greek
μεσάζος — μεσάζος, ὁ (Μ) 1. ανώτατος αξιωματούχος τής βυζαντινής Αυλής 2. μεσολαβητής 3. φρ. «μέγας μεσάζος» ανώτατος άρχοντας, διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τής μτχ. μεσάζων τού ρ. μεσάζω, κατά τα αρσ. σε ος (πρβλ. βαστάζος <… … Dictionary of Greek
σηκωτής — ο, ΝΜ [σηκώνω] αχθοφόρος, βαστάζος … Dictionary of Greek
φορτοβαστάκτης — ὁ, Μ αχθοφόρος, βαστάζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + βαστακτής (< βαστάζω)] … Dictionary of Greek